πολύθηρος

πολύθηρος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα
2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)
3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. παν-θηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολύθηρος — with much game masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθηρότατον — πολύθηρος with much game masc acc superl sg πολύθηρος with much game neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθηρον — πολύθηρος with much game masc/fem acc sg πολύθηρος with much game neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθήρου — πολύθηρος with much game masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθηρα — πολύθηρος with much game neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • πολυθηρία — ἡ, Α [πολύθηρος] η αφθονία θηραμάτων, κυνηγιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”