- πολύθηρος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ' ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.)3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -θηρος (< θήρ, θηρός «άγριο ζώο, θηρίο»), πρβλ. παν-θηρος].
Dictionary of Greek. 2013.